Τελευταίο πόστ στο mamavasso στις 23 Ιουνίου και το αδελφάκι του στο Facebook μου θυμίζει πως έχουμε να μιλήσουμε κοντά δυο μήνες.
Κάτι κάποιο πρόβλημα υγείας (ευτυχώς ξεπερασμένο), κάτι οι ζέστες, κάτι τα προβλήματα που όλοι αντιμετωπίζουμε, πού μυαλό και κέφι για να γράψεις….
Ας είναι όμως… Οι δημοσιεύσεις σας ήταν μια πηγή δροσιάς, ξεγνοιασιάς, αλλά και θύμησης.
Στην τελευταία κατηγορία και οι αναφορές σας σε δύο από τους πιο σημαδιακούς Αύγουστους της πρόσφατης ιστορίας μας και ιδιαίτερα της πόλης μας. Του 1922 και του 1944. Θα ξεκινήσω τις αναφορές μου από τον Αύγουστο του ’22.
1.500.000 πρόσφυγες, 1.500.000 ιστορίες, όπως είπε και η φιλόλογος-ιστορικός κυρία Αρχοντία Παπαδοπούλου.
Για τις προσωπικές αυτές ιστορίες δεν θα γράψει ποτέ η επίσημη ιστορία. Επιτρέψτε μου, ως δεύτερη γενιά δύο σημαντικών, τραγικών γεγονότων, να σας διηγηθώ πολύ λίγα πράγματα, όχι μόνο ως προσωπικά βιώματα αλλά γιατί έχουμε χρέος απέναντι στις επόμενες γενιές να τα γνωρίσουν.
Στα μέσα Αυγούστου του 1922, με την κατάρρευση του μετώπου και οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού στην Μικρασία, ξεκίνησε το σχέδιο του ξεριζωμού του Ελληνικού στοιχείου από τα μέρη που κατοικούσαν επί χιλιάδες χρόνια, με αποκορύφωμα την πυρπόληση της Σμύρνης στις 31 Αυγούστου/ 13 Σεπτεμβρίου του 1922 ( παλαιό / νέο ημερολόγιο). Από τα γειτονικά χωριά συνέρρεε ο κόσμος στην Σμύρνη για να γλυτώσει από την σφαγή. Η άλλωτε ξακουστή προβλήτα της Σμύρνης το Κε (Quais=προβλήτα), είχε γεμίσει από από αλλόφρονες ανθρώπους που η μόνη ελπίδα σωτηρίας τους ήταν από την θάλασσα με βάρκες ή με τα ελλιμενισμένα “συμμαχικά” πλοία.
Στην πιο πάνω φωτογραφία, είναι το πρώτο καράβι με πρόσφυγες που έφυγε από το λιμάνι της Σμύρνης με προορισμό τον Πειραιά. Παρά την ταλαιπωρία τους, διακρίνεται ο πολιτισμός και η αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων. Κάποιοι ίσως αναγνωρίσουν δικούς τους ανθρώπους. Η κυρία που κάθεται με το 18 μηνών αγοράκι στην αγκαλιά είναι η Θεοδώρα, μητέρα της αξιοσέβαστης κυρίας Βαρβάρας που μένει μέχρι σήμερα επί της Γερβασίου Γρεβενών στη Νίκαια. Πριν επιβιβαστεί στο πλοίο, μου διηγείται η εξαδέλφη της κυρία Δένια (Λουλουδένια), της ζήτησαν να πετάξει το μωρό της στην θάλασσα. Τους απείλησε πως θα πέσει κι εκείνη μαζί με αυτό, κι έτσι της επέτρεψαν να επιβιβαστεί. Το μωρό «έφυγε» μετά από λίγο καιρό από τις κακουχίες.
Η γιαγιά μου, η Παρή, μας έλεγε πως πολλοί έπεφταν στην θάλασσα και κολυμπώντας, όσοι δεν πνίγηκαν, έφτασαν τα ελλιμενισμένα γαλλικά πλοία και προσπάθησαν να ανέβουν για να σωθούν. Οι ναύτες το απέτρεψαν αυτό, κόβοντας τα χέρια όσων κατάφερναν να γαντζωθούν. Οι εντολές ήταν να παραμείνουν αμέτοχοι.
Θυμάστε το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη το μεγάλο μας τσίρκο;
-Όλοι μας σφάζαν και μας πνίγανε μαζί
Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί.
Υπήρχαν βέβαια κι εξαιρέσεις που προσέφεραν πάρα πολλά στους Έλληνες όπως ο φιλέλληνας Τζωρτζ Χόρτον (George Horton, Αμερικανός διπλωμάτης και ποιητής) και ο Ερρίκος Μοργκεντάου (Henry Morgentaou Αμερικανός δικηγόρος και διπλωμάτης) που προσέφερε πολλά στους πρόσφυγες, εδώ στην Αθήνα. Τον Μοργκεντάου, τον «τίμησαν» μετονομάζοντας την οδό στην Νίκαια, που έφερε το όνομά του, σε Γέμελου. Ίσως κάποιοι να θέλουν να σβήσουν τις μικρασιατικές μνήμες, ποιος ξέρει;
Κάπως έτσι, με βάρκες ή με πλοία έφτασαν πολλοί στον Πειραιά και από εκεί στην Παλιά Κοκκινιά, στον προσωρινό καταυλισμό γνωστό ως παράγκες. Προσφυγουπόλεις χτίστηκαν πολλές σε όλη την Ελλάδα μέσα σε 15 πολύ δύσκολα χρόνια. Για την εγκατάσταση των προσφύγων από τις παράγκες της Κοκκινιάς στην νεοϊδρυθείσα Νίκαια, την δική μας πόλη, πολύ σημαντικά στοιχεία θα βρείτε στο βιβλίο της ιστορικού κυρίας Αρχοντίας Παπαδοπούλου “Η ΑΤΤΙΚΗ ΝΙΚΑΙΑ”
Οι δικοί μου εγκαταστάθηκαν στο σπίτι που τους δώρησε η αδελφή της γιαγιάς Παρής, η Πέρσα, επί της οδού Νικομηδείας στην Νίκαια. Ένα μικρό πέτρινο σπίτι κεραμοσκεπές, με κήπο ολόγυρα, μια τζανεριά (κορομηλιά), ένα αγιόκλημα, την “θεραπευτική” μολόχα και μια τεράστια κληματαριά. Η γιαγιά φύτευε κουνουπίδι, μαρούλια, κρεμμυδάκια, αλλά και πανσέδες, καπιτσίνια, λαλέδες (σκυλάκια),βιολέτες και άλλα.
Θυμάμαι σε αυτόν τον κήπο να κάθεται ο πατέρας μου με τα αδέλφια της μαμάς μου, να κόβουν κάνα κουνουπίδι ή ό,τι άλλο υπήρχε και να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους με την βαρελίσια ρετσίνα.
-Στην υγειά μας και Μαύρος Καβαλάρης (Πλαστήρας)!.
Ξεριζωθήκαν βίαια από τα Άγια χώματα τους ως Yunan (Γιουνάν = Ίωνες), περσική ονομασία, και τουρκική, των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού. Έφτασαν εδώ στην πατρίδα όπου τους χλεύαζαν ως τουρκόσπορους και τις γυναίκες “παστρικιές” ή πρόσφυγγες (από το πρόσφυγα και σφίγγα). Όπως πολλοί είδαμε και στο θεατρικό έργο του συγγραφέα και σκηνοθέτη κυρίου Αντώνη Παπαδόπουλου “η Νύφη” και “Μαρίτσα η πρόσφυγγα”, δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν πως με τόσες συμφορές μπορούσαν οι γυναίκες να ντύνονται αξιοπρεπώς, να εργάζονται έξω από το σπίτι και να διασκεδάζουν.
“απ΄τον τόπο που ΄μαι ‘γω ξέρουν ν’ αγαπούν/ ξέρουν τον καημό να πνίγουν, ξέρουν να γλεντούν”, που λέει και το τραγούδι.
Το μίσος τους έναντι των προσφύγων δεν ήταν μόνο από το γεγονός ότι τα παιδιά τους πολεμούσαν για να διατηρήσουν την ελληνικότητα των μικρασιατικών πόλεων, αλλά ήταν και η διαφορετική κουλτούρα. Πέρασαν πολλά χρόνια, όπως συμβαίνει πάντα με τα ιστορικά γεγονότα, για να αποδεχτούν το γεγονός πως αυτοί οι άνθρωποι από την αρχαιότητα κουβαλούσαν, συντηρούσαν και ανέπτυσσαν τον ελληνικό πολιτισμό, σε όλα τα παράλια της Μικρασίας. Τον έφεραν πίσω στην Εστία του και αναμόρφωσαν την Ελλάδα.
Τους χλεύαζαν και για την μαγειρική τους. “Τα σουτζουκάκια τους”, “τα γιουβαρλάκια τους” έλεγαν κοροϊδευτικά, μέχρι που η μικρασιατική, ως σμυρνέικη κουζίνα, αναγνωρίστηκε ως υπόδειγμα ξεχωριστής κουζίνας.
Κάπως έτσι κύλησαν αρκετά χρόνια και οι πρόσφυγες, που πάντα πρόσφυγες θα λέγονται, δούλεψαν, κουράστηκαν, πρόκοψαν, μέχρι που ήρθαν κάποια άλλα καλοκαίρια με αποκορύφωμα τον Αύγουστο του 1944 (γι αυτόν θα μιλήσουμε αργότερα), οπότε χαρακτηρίστηκε πλέον η Νίκαια ως «μαρτυρική πόλις».
Διάβαζα από το βιβλίο της σειράς “τραγωδίες με αρχαία θέματα” του Καζαντζάκη, με τίτλο “Προμηθέας πυρφόρος” και μου έκαναν εντύπωση τα εξής λόγια, αν και αναφέρονται σε αισθηματικό θέμα:
Προμηθέας: …Παιδί μου σκύψε στο στήθος που πονάει, τραγουδά!
(Αμέσως ο ουρανός σκοτείνιασε και γέμισε σύννεφα και αστραπές)
Άντρας: Πατέρα ο θόλος του ουρανού σκεπάστη
με σύννεφα βαριά και κρύφτη ο γήλιος
και να αστραπές ξεσκίζουν το σκοτάδι…
Μπας θύμωσε ο Θεός που κάνουμε τραγούδι και τον πόνο;
Δεν είναι σκοπός μου να αναλύσω ιστορικά γεγονότα, ούτε να μεταφέρω μνήμες. Οι μνήμες “έφυγαν” μαζί με εκείνους που βίωσαν τα γεγονότα. Η δική μου, η δεύτερη και η τρίτη γενιά, μόνο γνώση μπορούμε και έχουμε υποχρέωση να την μεταλαμπαδεύσουμε στους νέους μας, ώστε να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον τους να μάθουν περισσότερα και με την σειρά τους να την μεταφέρουν στα παιδιά τους για ένα τόσο σπουδαίο ιστορικό ζήτημα και για έναν πολιτισμό που δεν πρέπει να χάσουν και αυτή η γνώση να διατηρηθεί όχι για ακόμα τρεις αλλά εκατό τρεις γενιές…