stragalaxni

Η στραγαλάχνη με την νεραϊδόσκονη

stragalaxni

Σήμερα, θα σας πω μια ιστορία για ένα μικρό κοριτσάκι ή έστω, που ήτανε κάποτε μικρό. Σας παρακαλώ, ακούστε την προσεκτικά, πριν με ρωτήσετε τι σχέση έχει η στραγαλάχνη με την νεραϊδόσκονη!!!

Μια φορά κι έναν κοντινό καιρό, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι. Γεννήθηκε και ζούσε με τους γονείς του, την αδερφή και την γιαγιά του σε ένα μικρό σπίτι στην Νίκαια. Την γιαγιά του την έλεγαν Παρή από το Παρασκευή και ήταν κόρη της κόνα Μαργής.

Το σπίτι είχε έναν μεγάλο κήπο με λουλούδια, τις κοτούλες της γιαγιάς, ένα μικρό κοντό κλήμα, που έβγαζε μαύρο μοσχάτο σταφύλι, μια κορομηλιά, που έβγαζε πράσινα, τραγανά κορόμηλα, για να φτιάχνει η γιαγιά ρετσέλι. Πως πιτσιλούσε αυτό το ρετσέλι όταν έπηζε! Ήταν σκέτη λάβα. Σε μια γωνιά άνθιζε μια ροζ μολόχα, που έδινε τα άνθη της στην γιαγιά, για να τα ξεράνει και να φτιάχνει τον Χειμώνα το παχύρρευστο ζεστό τσάι για τον βήχα, που όμως, δεν άρεσε στο κοριτσάκι.

Το κοριτσάκι, περίμενε να έρθει το καλοκαίρι, για να ανθίσει το μεγάλο αγιόκλημα, με τα μυρωδάτα λουλούδια, που έμοιαζαν σαν ένα μικρό, λευκό χεράκι με λεπτά δάκτυλα. Τα δάκτυλα της Παναγίας τα έλεγαν. Ο μπαμπάς του ο Γιώργος, έκοβε με προσοχή ένα λουλουδάκι, τραβούσε μια κλωστούλα από το κέντρο του, μέχρι που εμφανιζόταν μια σταγόνα μέλι και του την έδινε να την ρουφήξει. Τι νόστιμο που ήταν εκείνο το μέλι! Πιο νόστιμο και μυρωδάτο μέλι, σίγουρα, δεν υπάρχει! Ακόμη, περίμενε το καλοκαίρι, για να στηθεί το τραπέζι κάτω από την μεγάλη κληματαριά, με τα τεράστια τσαμπιά με τις μικρούλες μαύρες ρώγες. Μετά το δείπνο, ο μπαμπάς, που ήταν δίκαιος, σήκωνε την μια μέρα το μικρό κοριτσάκι, την άλλη μέρα την αδελφή του, να κόψουν ένα τσαμπί, που έφτανε για όλη την οικογένεια.

Ήταν μωρό, σαράντα ημερών, το κοριτσάκι, όταν πήραν τον μπαμπά του όμηρο στην Γερμανία, στον μπλόκο της Κοκκινιάς. Αλλά γι αυτά θα μας μιλήσει μιαν άλλη φορά.

Οι γονείς και η γιαγιά, ήρθαν διωγμένοι από τα χώματά τους, από την Σμύρνη την πανέμορφη, το Παρίσι της Ανατολής, όπως την ονομάτισαν. Κοντά στην Αγία Φωτεινή, ήταν το σπίτι της γιαγιάς.

Το 1922, με την μεγαλύτερη καταστροφή που έζησε ο κόσμος και τον βάναυσο ξεριζωμό, ήρθε στην Κοκκινιά, με τον άντρα της και τα τέσσερα από τα δεκατρία παιδιά, που είχε γεννήσει. Αυτά της απόμειναν. Τα άλλα τα έχασε πολύ μωρά. Το πρώτο ήταν η κόρη της η Ασπασώ, οι γιοι της Πάνος και Νίκος και το τελευταίο η δίχρονη κόρη της η Σοφία, που έγινε η μαμά του μικρού κοριτσιού.

Η γιαγιά, ποτέ δεν μιλούσε για όλα αυτά. Κανέναν από τους ξεριζωμένους που γνώριζε το κοριτσάκι, δεν άκουσε να μιλάει με μίσος, για όσα συνέβησαν. Είχαν τέτοια αξιοπρέπεια και περηφάνια, αυτοί οι άνθρωποι. Οι περισσότερες γυναίκες, δεν είχαν σχολική μόρφωση, γνώριζαν όμως, βαθιά μέσα τους, τον πολιτισμό που κουβαλούσαν, και που κανένας δεν μπορούσε να τους τον πάρει. Με την φλογερή αγάπη, την νοσταλγία ,για την πατρίδα που άφησαν, και την παιδεία τους, μπόλιασαν παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, και αυτή η φλόγα δεν θα σβήσει ποτέ.

Η θεία Ασπασώ, στον μεγάλο ξεριζωμό, ήταν 17 ετών. Της μαύρισαν το πρόσωπο με βράσμα από καρυδόφυλλα, την έντυσαν σαν γιαγιά, και της έδωσαν να κρατάει την μικρή Σοφία και ένα μπόγο ρούχα, Ήταν όμορφη κοπέλα κι έτσι όλοι γνωρίζομε τον λόγο της μεταμφίεσης.-Στον δρόμο το μωρό διψούσε κι έκλαιγε, τότε η γιαγιά του έφτυνε στο στόμα ότι σάλιο της απόμεινε και το μωρό ησύχαζε πιπιλόντας το.
Η θεία Ασπασώ, όταν τα διηγούταν αυτά γελούσε, και για να πειράξει την Σοφία της έλεγε: “στον δρόμο που κουραζόμουνα, σκεπτόμουν, να πετάξω το μωρό ή τον μπόγο;”

Η γιαγιά ήταν αναλφάβητη και όμως με τα λίγα που ήξερε έμαθε στο κοριτσάκι τις πρώτες συλλαβές στο διάβασμα. Ήταν πολύ θεοσεβούμενη. Όταν μούχλιαζε ένα κομματάκι ψωμί, αναστέναζε, το φιλούσε, έλεγε ήμαρτον Θεέ μου και το έθαβε στον κήπο ή το μούσκευε αν ήταν πολύ ξερό και τάιζε τις κοτούλες.

Ο παππούς ήταν μαραγκός, λέει η θεία Ασπασώ.
κέρδιζε αρκετά, κυρίως από τα σκαλιστά τέμπλα που έφτιαχνε για τους Ναούς. Την τέχνη του ξυλουργού την έμαθε και στα δυο αγόρια που δούλευαν από παιδιά μαζί του. Ενώ την μεγάλη κόρη την Ασπασώ την σπούδασε στο Παρθεναγωγείο Σμύρνης, όπου έμαθε, εκτός των άλλων γαλλικά και ραπτική. Ήταν μια έξυπνη, δυναμική, και ανοιχτόμυαλη γυναίκα.

Με ότι χρήματα έφερε μαζί του, άνοιξε με τους δυο γιους του ένα ξυλουργείο στην Λεύκα, στον Πειραιά. Τα αγόρια ήταν πολύ πειραχτήρια. Έφτιαχναν μικροσκοπικά έπιπλα για παιχνίδια της Σοφίας και της αγόραζαν κούκλες, που δεν κράταγαν για πολύ, γιατί τις αποκεφάλιζαν και τραγουδούσαν το «Καημένε Αθανασόπουλε τι σού ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις». Για να σταματήσει το κλάμα η μικρή, της έπαιρναν καινούριες κούκλες και.. πάλι από την αρχή.

Πολύ αργότερα, το κοριτσάκι έμαθε από την θεία Ασπασώ, ότι η γιαγιά είχε αποκτήσει άλλο ένα αγόρι, στην Ελλάδα, τον Βασιλάκη. Το 1944, στην κατοχή, ο Βασιλάκης δούλευε σε ένα γερμανικό καράβι. Ένας γάντζος που κρατούσε, πιάστηκε σε ένα γυμνό καλώδιο και σκοτώθηκε αμέσως, από ηλεκτροπληξία. Σε λίγες μέρες, θα γεννούσε η μικρή κόρη της γιαγιάς, η Σοφία, το κοριτσάκι της ιστορίας μας. Έτσι η γιαγιά , από φόβο μην πάθει κακό και η κόρη της, έκανε πέτρα την καρδιά της και δεν έβγαλε μιλιά, μέχρι να γεννηθεί το κοριτσάκι και να σαραντίσει. Την έβλεπαν, όμως, να κλαίει πάνω από την κούνια του μωρού και να λέει Βασιλάκη μου… Βασιλάκη μου.
Νόμιζαν ότι έκλαιγε από χαρά, επειδή και το κοριτσάκι θα το έβγαζαν Βασιλεία – το όνομα της άλλης γιαγιάς-.

Ας είναι, η γιαγιά ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα, ούτε για τον ξεριζωμό, ούτε για το πώς έχασε τον άντρα της.

Κάποιος έβαλε φωτιά στο γειτονικό κατάστημα και κάηκε μαζί και το ξυλουργείο του παππού. Ο παππούς, δεν γύρισε σπίτι. Κάθισε πάνω στα αποκαΐδια, ώσπου σταμάτησε η καρδιά του. Δεύτερη καταστροφή δεν μπόρεσε να αντέξει.

Η γιαγιά φορούσε πάντα ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, που το αντικαθιστούσε με λευκό στους γάμους ή καθημερινά το καλοκαίρι, ριγμένο πάνω της, σαν σάλι.

Αλλά όχι! Σήμερα δεν πρέπει να θυμόμαστε τίποτα άσχημο. Η γιαγιά δεν θα το επέτρεπε ποτέ αυτό.

Σήμερα το κοριτσάκι, έβγαλε από το ντουλάπι το γουδί της γιαγιάς. Κάποτε έλαμπε. Η γιαγιά πάντα πριν τα Χριστούγεννα, το γυάλιζε και άστραφτε.
Το κοριτσάκι δεν το ξαναγυάλισε ποτέ. Που ξέρεις ; Μπορεί αν έβγαζε την πατίνα του χρόνου, να ξεθώριαζαν και οι αναμνήσεις. Κι αυτό δεν το ήθελε καθόλου.

Η γιαγιά, έφερε μαζί της όλες τις μυρωδιές της αγάπης, που ζεσταίνουν την καρδιά. Κανέλα, μοσχοκάρυδο, γαρύφαλλο, κύμινο και τζιρτζιφύλλι (τζίντζερ).

Μοσχομύριζε ο τόπος όταν μαγείρευε, και το πιο φτωχικό φαγάκι, έπαιρνε άλλη διάσταση. Και μέσα στο χρυσό γουδί, έφτιαχνε την στραγαλάχνη. Με τι λαχτάρα περίμενε το κοριτσάκι να τελειώσει η γιαγιά το κοπάνισμα, και να φτιάξει την στραγαλάχνη, δεν περιγράφεται. Ένα μυρωδάτο, γλυκό, αέρινο σύννεφο, γέμιζε το στόμα με κάθε κουταλιά και εύφραινε την ψυχή.

Κάποτε το κοριτσάκι, όταν μεγάλωσε, πήρε αφράτα στραγάλια, τσεμπλεπούδες τα έλεγε η γιαγιά, έβαλε ζάχαρη, όπως κι εκείνη, και τα κοπάνισε καλά. Όμως δεν έγινε αέρινη η στραγαλάχνη, σαν της γιαγιάς. Ποιο άραγε να ήταν το μυστικό, που πήρε μαζί της η γιαγιά; Το σκεπτόταν χρόνια, ώσπου κάποια στιγμή, το βρήκε.

Ναι! Δεν μπορεί! Αυτό είναι! Η γιαγιά, έλεγε πάντα παραμύθια με τις καλές νεράιδες, που φεύγουν με την δύση του ήλιου, για το μακρινό τους βασίλειο.

Όταν λοιπόν το απόγευμα μάζευε τα απλωμένα ρούχα, γιατί δεν έκανε να τα δουν τα ξωτικά, και έφτιαχνε τα λουλούδια της, οι νεράιδες που την αγαπούσαν, θα γέμιζαν τα χέρια της με νεραϊδόσκονη. Γι αυτό η γιαγιά, έφτιαχνε τόσα ωραία παιχνίδια και γλυκά. Δεν εξηγείται αλλιώς. Σίγουρα αυτό ήταν το μυστικό!!

Έτσι, το κοριτσάκι, αποφάσισε να μην δοκιμάσει ποτέ ξανά, να φτιάξει στραγαλάχνη. Γιατί, τώρα το ήξερε καλά, πως δεν γίνεται στραγαλάχνη, χωρίς της γιαγιάς την νεραϊδόσκονη!

Γι αυτό, σας το λέει και πάρτε το στα σοβαρά:

Μην φτιάξετε ποτέ, μα ποτέ στραγαλάχνη, αν δεν έχετε της γιαγιάς τη Νεραϊδόσκονη!

Θα χαρούμε να δούμε τη γνώμη και τα σχόλιά σας.